Η Άνοιξη ήρθε για τα καλά..Το χώμα άνθισε και έκλεψε το άρωμα απ'τα λουλούδια!! Η Λήμνος μας έβαλε τα ανοιξιάτικα και περιμένει να χαρούμε το φρέσκο χώμα της με τα πολύχρωμα άνθη της,που θα τα μοιραζόμαστε με τις μέλισσες!! Αγαπάμε το νησί μας..Την όμορφη Λήμνο μας!!!
ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη, καθετί κακό,
φυλαχτό απ'αρρώστια, φυλαχτό από χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μαυρισμένο απ'το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο,χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωμή τη δάφνη, την πικρή ελιά.
Χώμα τιμημενο, όπου το'χουν σκάψει,
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο,όπου το'χουν βάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα που'χει θάψει λείψανα αγιασμένα
απ'το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,
χώμα, όπου φέρνει στο μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει,
από σε θα παίρνει δύναμη, βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα ξενα κάλλη.
Η δική σου χάρη θα με δυναμώνει
κι όπου κι αν γυρίζω, κι όπου κι αν σταθώ,
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη:
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ρθώ.
Κι αν το ριζικό μου - έρημο και μαύρο -
μου' γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το υστερνό συχώριο εις εσένα θα'βρω,
το υστερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω...
Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα'ναι πιο γλυκό
σαν θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.
Γεώργιος Δροσίνης
Μια φορά κι έναν καιρό, την εποχή που κυριαρχούσε η αληθινή αγάπη, αλλά και η Μαγεία, ξεχώρισαν δυο νέοι, σ'έναν τόπο όμορφο και μαγικό,στο νησί του Θεού Ηφαίστου,στη Λήμνο. Τότε επικρατούσε ο φόβος και η δεισιδαιμονία..Όμως υπήρχε πραγματική αγάπη στους ανθρώπους..Σ΄ ένα χωριό, απομακρισμένο απ'όλα τ'άλλα, δυο νέοι, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ερωτεύτηκαν τρελά,παράφορα..Αγαπήθηκαν βαθιά..Το αγόρι το έλεγαν Δημητρό και το κορίτσι Υψιπύλη..Ήταν φτωχά παιδιά. όμως πολύ νέα και γεμάτοι από όρεξη για ζωή και δουλειά.. Ο Δημητρός δούλευε στα χωράφια των πλούσιων γεωκτημόνων για να βγάλει μια μπουκιά ψωμί..Η Υψιπύλη ήξερε καλά να δουλεύει τον αργαλειό..Ύφαινε προικιά για τις πλούσιες κυράδες..Ο Έρωτας των δύο νέων δεν έμεινε κρυφός για πολύ..Ο Δημητρός πήρε το θάρρος και ζήτησε την Υψιπύλη από τον πατέρα της..Εκείνος με πολλή χαρά τον δέχτηκε για άντρα της κόρης του,μιας και ήταν το καλύτερο και πιο εργατικό παιδί του χωριού..Οι δύο ερωτευμένοι νέοι άρχισαν τα όνειρα μιας ευτυχισμένης ζωής..Με το πέρασμα το καιρού ξεκίνησαν τις ετοιμασίες του Γάμου και του σπιτικού..Ο Δημητρός εργαζόταν περισσότερες ώρες και πιο σκληρά στα χωράφια..Τον έψηνε ο ήλιος και τον έκοβε η βροχή..Το ίδιο έκανε και η Υψιπύλη..Ύφαινε συνέχεια, ασταμάτητα, ώσπου τα χέρια της είχαν κάνει πληγές..Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα, λίγο καιρό πριν το Γάμο..Στο σπιτάκι που ύφαινε η Υψιπύλη παρουσιάζεται μια όμορφη και πλούσια κόρη από ένα γειτονικό χωριό..Της είπε,πως θα της έδινε πολλά χρήματα για να της υφάνει τα προικιά της..Είχε ακούσει πολύ καλά λόγια για τα υφαντά της από τις φίλες της..Εκείνη χάρηκε πολύ και την ευχαρίστησε τόσο πολύ που την κάλεσε στο γάμο της..Τότε,ξαφνικά μπαίνει στο δωμάτιο ο Δημητρός..Λέει η Υψιπύλη στην πλούσια κόρη:
"Τούτος είν' ο άντρας μου.. Η αγάπη μου η παντοτινή"..Εκείνη τη στιγμή η κόρη ζήλεψε τόσο πολύ την αγάπη τους,που ήθελε να την χαλάσει και ο Δημητρός να πάρει αυτήν..Όμως είδε στα μάτια τους πόσο αγαπαέι ο ένας τον άλλο και θα δυσκολευόταν να τους χωρίσει..Ευθύς αμέσως τρέχει με την άμαξα στο χωρίό της και σκεφτόταν με ποιό τρόπο θα διαλύσει αυτή την αγάπη..Έτσι όπως καθόταν στο κρεβάτι της και σκεφτόταν χίλιες δυο άσχημες λύσεις, βλέπει έξω απ'το παράθυρό της την
παράγκα ενός ηλικιωμένου ανδρός, που οι φήμες έλεγαν πως είναι μάγος και πως ζούσε απ'τα μάγια..Ήταν αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να χαλάσει την ευτυχία των δύο ερωτευμένων παιδιών.. Κατεβαίνει και χτυπάει την πόρτα του..Της ανοίγει και αντικρίζει έναν πάρα πολύ μεγάλο άντρα,που έχει ξεπεράσει τα εκατό..Η όψη του είναι άγρια και αγέλαστη..Του λέει: " Μάγε, θέλω να ξεκάμω την αγάπη,για να την πάρω εγώ"..Τότε εκείνος της απαντά:
"Κόρη, ξέρω γιατί ήρθες..Η ζήλεια φαίνεται στα μάτια σου κι έχει μαυρίσει την καρδιά σου..Αυτό που μου ζητάς να κάμω θα το πληρώσεις ακριβά..Η περιουσία σου δε φτάνει, ούτε για τα μισά ξόρκια..Αν πάει κάτι στραβά και λυθούν τα μάγια, τότε θα σου πάρω τη νιότη σου και την ομορφιά σου.." Εκείνη ήταν τόσο θολωμένη από τη ζήλεια και το μίσος, που δέχτηκε τον όρο του Μάγου.."Πότε θα γίνει;" τον ρωτά."Τη μέρα του Γάμου"..Έφυγε ικανοποιημένη από την απάντηση του γέρου Μάγου και περίμενε την ημέρα του Γάμου, όπου θα έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια την καταστροφή της ευτυχίας των δύο νέων..
Στο χωριό ακούγονται γέλια και χαρές..Έφτασε η ημέρα του Γάμου του Δημητρού και της Υψιπύλης..Έγιναν όλα όπως τα ορίζει το Έθιμο του Γάμου στα νησιά..Στόλισαν τους νεόνυμφους με φωνές και με τραγούδια..Με κεράσματα και πειράγματα..Ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι..Φτάνοντας στην Εκκλησία ο Δημητρός πιάνει από το χέρι την Υψιπύλη και ακολουθούν τον Ιερέα,που θα τους έκανε αντρόγυνο..μόλις ξεκινά το Μυστήριο του Γάμου, μπήκε μέσα στην Εκκλησία ο Μάγος..Ξεκίνησε να λέει τα ξόρκια του..Τίποτα δεν τον σταματούσε..Έβγαιναν οι μαγικές λέξεις απ'το στόμα του σαν ψίθυρος μέσα στο σκοτάδι.."Όλες οι δυνάμεις του Σκότους μαζευτείτε να μαράνετε τη νύφη..Σαν το κερί να λίωνει και να σβήνει μέχρι να λαλήσει ο κόκκινος ο πετεινός της αυγής"..Ξαφνικά χάθηκε ο ήλιος..Όλα γύρω σκοτείνιασαν..Η Υψιπύλη έπεσε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις της..Η πλούσια κόρη που στεκόταν σε μια γωνιά γελούσε διακριτικά για το κακό που έπαθε το ζευγάρι..Ο Δημητρός πήγε την Υψιπύλη στο σπίτι τους, που είχαν ετοιμάσει για το πρώτο βράδυ του έρωτα και της αγάπης..Περνούσαν οι ώρες και η κοπέλα έλιωνε σαν το κερί..Καιγόταν στον πυρετό..Ο γιατρός που την εξέτασε δε μπόρεσε να την γιατρέψει..Έμειναν μόνοι τους στο σπίτι..χωρίς καμιά βοήθεια..Τότε οι γονείς της Υψιπύλης είπαν στο Δημητρό " Παιδί μου, αυτό που έπαθε η κόρη μας δε γιατρεύεται..Της έκαναν μάγια..Μόνο με μάγια θα γίνει καλά"..Η νύχτα τελείωνε και η κοπέλα αργοπέθαινε..Εν τω μεταξυ στο γειτονικό χωριό η πλούσια κόρη χαιρόταν που πέθαινε η Υψιπύλη..Έτσι θα έπαιρνε εκείνη όλη την ευτυχία και την αγάπη από τον άντρα της.." Αγάπη μου', είπε ο Δημητρός "δε θα σ'αφήσω να χαθείς..Θα σε σώσω και θα είμαστε πάλι ευτυχισμένοι"..Φιλάει το χέρι της Υψιπύλης και τρέχει γρήγορα στα χωράφια που δούλευε..Εκεί ζούσε ένας μοναχικός άντρας, που πολλές φορες είχαν μιλήσει και είχε πεί στο Δημητρό πως ξέρει να λύνει μάγια..Χτυπάει την πόρτα του Μάγου και του λέει όλα όσα έγιναν.."Πάμε γρήγορα παιδί μου" του λεει και ξεκινάνε για το σπιτι..
Μόλις μπήκαν μέσα και αντίκρισε ο Μάγος την κοπέλα να λιώνει σαν κερί και ν'αργοπεθαίνει είπε "Δημητρό,πιάσε με από το χέρι και πες μαζί μου αυτά τα λόγια..Ξόρκι σκοτεινό, ξόρκι μαγικό..Άσε την αγάπη και τη Νιότη, βρες τη Ζήλεια και την Κακία..Εκεί να φωλιάζεις και να ζεις πάντα..Ήλιο να μην ξαναδείς..Μόνο σκοτάδι"..Τότε ένα λευκό φως γεμίζει το δωμάτιο και η Υψιπύλη αποκτά την ομορφιά της νιότης..Ο Δημητρός τρέχει και την αγκαλιάζει φιλώντας την ασταματητα.."Αγάπη μου, είσαι καλά..Πάντα θα σε φροντίζω και θα σ'αγαπώ..Είσαι η Ψυχή μου και το Φως μου..Χωρίς εσένα μόνο Σκοτάδι"..Έτσι όπως ήταν αγκαλιασμένοι ακούστηκε ο κόκκινος ο πετεινός της Αυγής..Την άλλη μέρα όλα ήταν όμορφα και φωτεινά για τους δύο Νέους..Η ζωή ήταν μπροστά τους για να τη ζήσουν πάντα αγαπημένοι..Στο γειτονικό χωριό, όμως η πλούσια κόρη ξύπνησε ευτυχισμένη πιστεύοντας πως η Υψιπύλη πέθανε και μαζί μ'αυτήν και η αγάπη του Δημητρού..Πηγαίνοντας να χτενίσει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη, βλέπει μια πολύ άσχημη όψη μιας ηλικιωμένης γυναίκας..Τότε κατάλαβε πως τα μάγια λύθηκαν και ο Μάγος πήρε τη νιότη της και την ομορφιά της..Δεν άντεξε και ράγισε η καρδιά της απο τη συμφορά που τη βρήκε..Έτσι Ο Δημητρός και η Υψιπύλη έζησαν μαζί,μια ζωή ευτυχισμένη..Με την Αγάπη τους νίκησαν τα Μάγια και την Κακία ζώντας μέσα στο Φως για Πάντα!!
5η Ιανουαρίου..Παραμονή των φώτων..Στη Λήμνο η Παραμονή των Φώτων γιορτάζεται μ'έναν ιδιαίτερο τρόπο..Αργά το βράδυ οι άντρες από κάθε χωριό του νησιού φορούσαν προβιές και έκρυβαν το πρόσωπο με ένα είδος αυτοσχέδιας μάσκας..Κάποιοι απ'αυτούς κρατούσαν διάφορα αντικείμενα που έκαναν θόρυβο, αλλά και διάφορα μουσικά όργανα.Για παράδειγμα κουδούνια,ραβδιά,λύρα,τύμπανα,κλαρίνο και ότι διέθετε ο καθένας..Αυτό το έκαναν για να διώξουν το "κακό" με τις φωνές και το θόρυβο των οργάνων..Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και χτυπούσαν τις πόρτες για να πουν το τραγούδι των Φώτων..Δεν άφηναν κανέναν απ'την οικογένεια ν'ανοιξει την πόρτα αν δεν τελείωνε το τραγούδι..Στο σημείο αυτό ξεκινά το τραγούδι:
" Εδώ μάς πήκαν' κι' ήρταμε σέ τούτα τά παλάτια
πώχουν τόν ήλιο τό πρωί κι' ίσκιο τό μεσημέρι
Καί μέσα τά μεσάνυχτα Αυγερινό καί Πούλια.
Τρείς άρχοντες τά φκιάνανε κι' οι τρείς αντριωμένοι.
Μέ το ψηφί, μέ το γυαλί, μέ τού μαργαριτάρι.
Πού μέσα μέ τό μάλαμα κι' απόξω μέ τ'ασήμι.
Έχουν μηλιά στήν πόρτα τούς καί κλήμα στήν αυλή τους.
Κάμνει σταφύλι ραζακί καί τού κρασί μουσκάτο.
Κι' όσες μανάδες κι' αν τό πιουν εκειές παιδί δέ κάμνε
Νά τούχε πιή κι' ή μάνα μάς νά μή μάς είχε κάνει
Έχουν αφέντη όμορφο κυρά μαλαματένια
άν πής καί τά παιδάκια τούς ειν' ούλα ένα ένα/
Άς πούμ' γιά τόν αφέντη μας κανέ καλό τραγούδι
ό Θός νά ΄τόν πολυχρονά καί νά τόν στερεγιώνη
Σένα σέ πρέπ' αφέντη μας καρέκλα καρυδένια
για ν' ακουμπά ή μέση σου η μαργαριταρένια.
Καί πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν' αρματώσεις
στην Αγγλιτέρα νά τού πάς νά τού μαλαματώσεις.
Καί πάλι ξαναπρέπει σου σκαμνί καί μαξιλάρι
νά κοσκινίζης τού φλωρί νά πέφτη τού λογάρι.
Άς πούμ' καί γιά τ' Κυρία μας κανέ καλό τραγούδι
ό Θός νά τήν πολυχρονά καί νά τήν στερεγιώνη
Κυρά ψιλή κυρά λιγνή κυρά καμπανοφρύδα.
Σήκω κυρά μου κι' άλλαξε νά πάς ταχυά στά Φώτα
Στά φώτα στά ολόφωτα καί στού Θεού τό σπίτι.
Όταν σαστής καί στολιστής καί πάς στήν Εκκλησά σου
άσπρα λουλούδια πέφτουνε απ' τήν περπατησά σου.
Βάζης τόν ήλιο πρόσωπο καί το φεγγάρ' αστήθη
καί τού κοράκου το φτερό βάζης καμπανοφρύδι.
Τήν όχεντρα τήν πλουμιστή γιουρδάνι στό λαιμό σου,
τά χουχλιδέλια τού γιαλού κουμπιά στον κάβαδό σου.
Άς πούμ' καί γιά τήν κόρη σας κανέ καλό τραγούδι
ό Θός νά τήν πολυχρονά καί νά τήν στερεγιώνη.
Προξενητάδες έρχονται προξενητάδες φεγνουν
Καί στέκωνται καί διαρωτούν πιανού 'ν' αυτή ή κόρη
Πώχει τά μάτια σαν έ΄ληές τά φρύδια σάν αβδέλες
κι' είναι καί γι' εμορφότερη απ'ούλες τίς κοπέλες.
Τήν κόρη σου τήν όμορφη γραμματικός τήν θέλει
μ' άν είναι καί γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει σπίτια δίπατα κι' αυλές μαρμαρωμένες
Γυρεύει αμπέλι 'τρυγητά χωράφια μέ τ'αστάχυα
γυρέυει καί τή θάλασσα μέ ούλα τά καράβια
Γυρεύει καί τόν κύρ βοριά νά τά καλαρμενίζη
καί γυρεύει καί τόν κύρ νοτιά νά τά καλοαράζη.
άς πούμ' καί γιά τον γιόκα σας κανέ καλό τραγούδι.
ο Θός νά τόν πολυχρονά καί νά τόν στερεγιώνη.
΄Έχεις καί γυιό στά γράμματα καί σέρνει τό κονδύλι
νά δώκ' ό Θός κι' ή Παναγιά νά βάλη πετραχείλι
κορώνα στό κεφάλι τού σάν ειν' στή λειτουργία
καί πατηρίτσα μέ σταυρούς μέσα στήν Εκκλησία.
Έχουμε κι' άλλα πιότερα μά γιώρα δέν μας σώνει
γιατ' είν' Αυγερινός κοντά κι' ή πούλια ξημερώνει.
Φέρτε πανέρια κάστανα πανέρια λευτοκάρια,
άν έχεις καί καλό κρασί κέρνα τά παλληκάρια.
Άν είν' ή κότα σας παχειά κι' ή πήτα σας καθάρια
άν έχης καί καλό κρασλι κλερνα τά παλληκάρια
Κι' από τού μαυρογούρτζελο κανέ καλό κομμάτι
νά σάς φκηστούμε καί ημείς μέ όρεξ νά τό φάτε.
Άνοιξε τό τσεπάκι σου τ'αργυροκουδουνάτο
καί δόσε μας τόν κόπο μας κανένα κολωνάτο.
Ακόμα δέν τόν ηύρικες τού μάνταλο ν'αμοίξης
νά μας κερασς κανέ κρασί καί πάλι νά σφάλιξης;
Σήκω κυρά μου κι' άνοιξε μην κάνεις τόσο νάζι
κι' είναι πάς τά μεσάνυχτα μας έκοψε τ'αγιάζι."
Εδώ τους άνοιγαν την πόρτα και τους κερνούσαν κρασι και γλυκά παραδοσιακά και ξηρούς καρπούς..Αν δεν τους άνοιγαν τότε έλεγαν " Ήρταμε καί στο σπίτι σας είδαμ' και τν αθρωπιά σας όσ' αθρωπιά 'χ' ο γάδαρος έχει καί γι' αφεντιά σας. Σένα σέ πρέπ' αφέντη μου τρουβάς καί δοκανλικι, νά σέ τραβούνε τά σκυλιά καί πέντε δέκα λύκοι. Ξύπνησε πετροπέρδικα καί τίναξ' τα φτερά σου καί διέ τόν στραβοκόρακα πώχεις στήν αγκαλιά σου καί τ' χρόν' χρόνους πολλούς."
Αυτά είναι τα κάλαντα των Φώτων στη Λήμνο..Βέβαια συναντώνται παραλαγές στο τραγούδι από χωριό σε χωριό..Το συγκεκριμένο το δανείστηκα απο τη Λημνιακή Λαογραφία του Παπά Άγγελου Μιχελή..
Καλή Χρονιά να έχουμε με υγεία και χαρά!!