Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ ΚΙ Ο ΧΩΡΙΚΟΣ

Στη Λήμνο, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα υπάρχει βαθιά ριζωμένος ο λαογραφικός μύθος του ''Καλικάτζαρου''. Γύρω από το μύθο αυτό υπάρχουν πολλές ιστορίες. Μία απ'αυτές είναι και η ιστορία του χωρικού από το χωριό Ατσική, ο οποίος είχε μια σύντομη επαφή με τους Καλικάτζαρους. Ο άνθρωπος αυτός  γυρνούσε συνεχώς στα χωράφια και στους αγρούς, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι του νησιού πριν από την εποχή του ηλεκτρικού ρεύματος. Είχαν για ρολόι τον ήλιο, τ'αστέρια και το φεγγάρι.  Καθώς γυρνούσε έξω στα χωράφια μάζευε ξύλα και τα έκανε δεμάτια* για να τα πουλήσει. Αφού είχε μαζέψει αρκετά και αφού είχε βραδιάσει,ξεκίνησε το δρόμο της επιστροφής. Τα δεμάτια τα είχε δέσει στο γαϊδουράκι του και πήρε το μονοπάτι για το σπίτι. Στο δρόμο που πήγαινε άκουσε περίεργα γέλια. Ξαφνικά είδε κάτι μικρά ανθρωπάκια να χοροπηδάνε και να ενοχλούν το γαϊδουράκι με διάφορα τεχνάσματα. Του τραβούσαν τ'αυτιά και την ουρά. Πανικόβλητος ο χωρικός ανέβηκε πάνω στο γαϊδουράκι και χώθηκε ανάμεσα στα δεμάτια με τα ξύλα για να γλυτώσει το πείραγμα που θα του έκαναν οι Καλικάτζαροι. Αφού βαρέθηκαν να ενοχλούν το ζωντανό έψαξαν για τον χωρικό. Ήθελαν να τον ταλαιπωρήσουν με οποιονδήποτε τρόπο, αφού αυτή ήταν η φύση τους. Γι'αυτό ήταν φτιαγμένοι, για σκανταλιές και πειράγματα.
 Κοιτούσαν ολόγυρά τους, πουθενά ο χωρικός. Άφαντος. Άρχισαν ν'αναρωτιούνται και να λένε ''δεματ αποδω, δεμάτ αποκεί, ο παρλαχτής που είναι''; Έτσι συνέχισαν τις σκανταλιές στο άμοιρο γαϊδουράκι, μέχρι που έφτασαν στο χωριό. Ο χωρικός ηταν ακόμη κρυμμένος στα δεμάτια. Μόλις έφτασαν έξω από το σπίτι του, φωνάζει τη γυναίκα του με δυνατή φωνή και της λέει,"Γυναίκα βγάλε το λυχναρ έξω''. Όταν άκουσε τη φωνή του αντρός της εκείνη έβγαλε γρήγορα το αναμένο λυχνάρι έξω από το σπίτι. Οι Καλικάτζαροι, που γελούσαν και πείραζαν ασταμάτητα το γαϊδουράκι, μόλις είδαν το λυχνάρι μα τη φωτιά, εξαφανίστηκαν. Χάθηκαν από το πρόσωπο του χωρικού και τη γυναίκας του. Έτσι ο χωρικός κατέβηκε από το γαϊδουράκι και μπήκε στο σπίτι του κλειδώνοντας καλά την πόρτα. Έτσι συνέχισαν τη ζωή τους με ηρεμία. Όσο για τα πειράγματα των Καλικάτζαρων, ο χωρικός τα διηγήθηκε στους συγχωριανούς του με περισσή πειθώ!

ΟΙ ΞΩΘΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΡΑΡΗΣ

Κάποτε στη Λήμνο. Την εποχή του φωτεινού ουρανού και της ζωντανής λάμψης των αστεριών, ζούσε κάπου στην περιοχή της Ατσικής ένας λυράρης. Έπαιζε τόσο όμορφα τη λύρα, που μάγευε τους ντόπιους με τη μαεστρία του. Ώρες ολόκληρες έπαιζε μελωδίες απόκοσμες και παραμυθένιες. Ξαφνικά εκεί που περπατούσε, βρέθηκε κοντά στον Άγιο Παύλο. Ένα ξωκκλήσι κοντά στον Άγιο Ερμόλαο. Καθώς περπατούσε, άκουσε  γέλια και φωνές κοριτσιών. Βρέθηκε σ'ενα ξέφωτο - που μόνο το φως του φεγγαριού το έλουζε - και είδε γυναίκες με μυθική ομορφιά να χορεύουν και να γελάνε. Ήταν οι Ξωθιές, νύμφες του νερού. Ξαφνικά εκεί που τις κοιτούσε υπνωτισμένος από την ομοφριά των, τον πλησιάζουν και του λένε "παίξε μας με τη λύρα σου να χορέψουμε και θα σε ανταμοίψουμε με χρυσό". Τότε άρχισε να παίζει το σκοπό της λύρας κι εκείνες χόρευαν όλο χαρά και ζωντάνια. Η αύρα τους εξέπεμπε φως μαγικό, θεϊκό.

Ο λυράρης καθόταν στο κέντρο του κύκλου, που έκαναν οι ξωθιές χορεύοντας κι έπαιζε ασταμάτητα τη λύρα του. Καθώς χόρευαν του πετούσαν χρυσά νομίσματα. Του έλεγαν "παίζε συνέχεια, μη σταματάς. Εμείς θα σου δώσουμε κι άλλα φλουριά". Εκείνος συνέχισε στο ρυθμό του χορού. Είχε κουραστεί πολύ, όμως δε μπορούσε να σταματήσει. Τον είχαν μαγέψει οι νύμφες και δεν ήθελε να σταματήσει. Ξαφνικά ακούγεται το λάλημα ενός πετεινού. Του πρώτου πριν το ξημέρωμα, του μαύρου. Τότε οι ξωθιές του είπαν να παίξει ακόμη πιο γρήγορα και πιο ζωηρά. Του έριχναν συνεχώς φλουριά στα πόδια του. Έπειτα ακούστηκε το λάλημα του δεύτερου -  πριν το ξημέρωμα - πετεινού, του κόκκινου. Εκείνες χόρευαν ακόμη πιο γρήγορα. Δεν πατούσαν στη γη. Ανέβαιναν ψηλά, προς το φως του Φεγγαριού. Έριχναν από ψηλά χρυσά νομίσματα για το λυράρη, που έπαιζε ασταμάτητα το θεϊκό σκοπό. Εκείνος φοβόταν τόσο πολύ τις ξωθιές, που δε μπορούσε να σταματήσει με τίποτα. Οι αντοχές του είχαν τελειώσει. Δεν άντεχε άλλο. Όμως το φως του Φεγγαριού χανόταν, καθώς ο Ήλιος άφηνε τις αχτίδες του να χυθούν στον ορίζοντα. Τότε ακούστηκε το λάλημα του τρίτου, του άσπρου πετεινού, που σήμανε την Αυγή. Οι ξωθιές εξαφανίστηκαν από μπροστά του, σα δροσερό αεράκι, που φυσάει και χάνεται. Ο λυράρης άρχισε να τρέχει φοβισμένος κι εξαντλημένος. Ξάφνου σταμάτησε κάπου και σκέφτηκε τα φλουριά που του πετούσαν οι ξωθιές. Γύρισε πίσω να τα πάρει. Όμως δεν τα βρήκε. Είχαν γίνει κελύφη αυγών. Έτσι έφυγε απογοητευμένος προς το χωριό, όπου και είπε την εμπειρία που έζησε στους χωρικούς!