Κάποτε στη Λήμνο. Την εποχή του φωτεινού ουρανού και της ζωντανής λάμψης των αστεριών, ζούσε κάπου στην περιοχή της Ατσικής ένας λυράρης. Έπαιζε τόσο όμορφα τη λύρα, που μάγευε τους ντόπιους με τη μαεστρία του. Ώρες ολόκληρες έπαιζε μελωδίες απόκοσμες και παραμυθένιες. Ξαφνικά εκεί που περπατούσε, βρέθηκε κοντά στον Άγιο Παύλο. Ένα ξωκκλήσι κοντά στον Άγιο Ερμόλαο. Καθώς περπατούσε, άκουσε γέλια και φωνές κοριτσιών. Βρέθηκε σ'ενα ξέφωτο - που μόνο το φως του φεγγαριού το έλουζε - και είδε γυναίκες με μυθική ομορφιά να χορεύουν και να γελάνε. Ήταν οι Ξωθιές, νύμφες του νερού. Ξαφνικά εκεί που τις κοιτούσε υπνωτισμένος από την ομοφριά των, τον πλησιάζουν και του λένε "παίξε μας με τη λύρα σου να χορέψουμε και θα σε ανταμοίψουμε με χρυσό". Τότε άρχισε να παίζει το σκοπό της λύρας κι εκείνες χόρευαν όλο χαρά και ζωντάνια. Η αύρα τους εξέπεμπε φως μαγικό, θεϊκό.
Ο λυράρης καθόταν στο κέντρο του κύκλου, που έκαναν οι ξωθιές χορεύοντας κι έπαιζε ασταμάτητα τη λύρα του. Καθώς χόρευαν του πετούσαν χρυσά νομίσματα. Του έλεγαν "παίζε συνέχεια, μη σταματάς. Εμείς θα σου δώσουμε κι άλλα φλουριά". Εκείνος συνέχισε στο ρυθμό του χορού. Είχε κουραστεί πολύ, όμως δε μπορούσε να σταματήσει. Τον είχαν μαγέψει οι νύμφες και δεν ήθελε να σταματήσει. Ξαφνικά ακούγεται το λάλημα ενός πετεινού. Του πρώτου πριν το ξημέρωμα, του μαύρου. Τότε οι ξωθιές του είπαν να παίξει ακόμη πιο γρήγορα και πιο ζωηρά. Του έριχναν συνεχώς φλουριά στα πόδια του. Έπειτα ακούστηκε το λάλημα του δεύτερου - πριν το ξημέρωμα - πετεινού, του κόκκινου. Εκείνες χόρευαν ακόμη πιο γρήγορα. Δεν πατούσαν στη γη. Ανέβαιναν ψηλά, προς το φως του Φεγγαριού. Έριχναν από ψηλά χρυσά νομίσματα για το λυράρη, που έπαιζε ασταμάτητα το θεϊκό σκοπό. Εκείνος φοβόταν τόσο πολύ τις ξωθιές, που δε μπορούσε να σταματήσει με τίποτα. Οι αντοχές του είχαν τελειώσει. Δεν άντεχε άλλο. Όμως το φως του Φεγγαριού χανόταν, καθώς ο Ήλιος άφηνε τις αχτίδες του να χυθούν στον ορίζοντα. Τότε ακούστηκε το λάλημα του τρίτου, του άσπρου πετεινού, που σήμανε την Αυγή. Οι ξωθιές εξαφανίστηκαν από μπροστά του, σα δροσερό αεράκι, που φυσάει και χάνεται. Ο λυράρης άρχισε να τρέχει φοβισμένος κι εξαντλημένος. Ξάφνου σταμάτησε κάπου και σκέφτηκε τα φλουριά που του πετούσαν οι ξωθιές. Γύρισε πίσω να τα πάρει. Όμως δεν τα βρήκε. Είχαν γίνει κελύφη αυγών. Έτσι έφυγε απογοητευμένος προς το χωριό, όπου και είπε την εμπειρία που έζησε στους χωρικούς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου